- κωμάδιος
- κωμάδιος [ᾰ], α, ον,A of a κῶμος, Sch.D.T.p.542 H.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κωμάδιος — κωμάδιος, ία, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κώμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῶμος + κατάλ. άδιος (πρβλ. κρυπτ άδιος, λαμπ άδιος)] … Dictionary of Greek
κώμος — Αρχαιοελληνική γιορτή με μουσική και χορούς. Πολλές φορές μετά τα συμπόσια οι καλεσμένοι έβγαιναν στους δρόμους με λαμπάδες και στεφάνια και έκαναν παρέλαση τραγουδώντας με τη συνοδεία μουσικής. Αργότερα, οργανώνονταν κ. για να τιμηθούν ορισμένοι … Dictionary of Greek